δῆμος

δῆμος
δῆμος, [dialect] Dor. [full] δᾶμος (cf. infr. IV), ,
A district, country, land,

Βοιωτοὶ μάλα πίονα δ. ἔχοντες Il.5.710

;

Λυκίης ἐν πίονι δ. 16.437

, cf. Od.13.322, etc.;

'Ιθάκης ἐνὶ δ. 1.103

;

δήμῳ ἔνι Τρώων 13.266

;

λαοὶ ἀνὰ δῆμον 16.95

: metaph., δῆμος ὀνείρων the land of dreams, 24.12.
2 the people, inhabitants of such a district,

πόληΐ τε παντί τε δήμῳ Il.3.50

, cf. h.Cer.271;

Βακτρίων ἔρρει πανώλης δ. A.Pers.732

.
II hence (since the common people lived in the country, the chiefs in the city), the commons, common people, δήμου ἀνήρ, opp. βασιλεύς, ἔξοχος ἀνήρ, etc., Il.2.198,188, cf. 11.328, Hes.Op.261, Hdt.5.66, Act.Ap.12.22, etc. (rarely of a single person, δῆμον ἐόντα being a commoner, Il.12.213); opp. οἱ εὐδαίμονες, Hdt.1.196; opp. οἱ παχέες, Id.5.30; opp. οἱ δυνατοί, Th.5.4;

οἱ . . ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες δῆμος Id.8.73

; = Lat. plebs, D.H.6.88, etc.;

τοῦ πολλοῦ δ. εἷς

unus de plebe,

Luc. Sat.2

;

τοῦ δ. ὤν Id.Gall.22

; in an army, rank and file, opp. officers,

ὁ δ. τῶν στρατιωτῶν X.Cyr.6.1.14

.
2 metaph.,

δ. ἰχθύων Antiph. 206.7

;

τυράννων Philostr.VS1.15.1

;

πιθήκων Id.VA3.4

; ὀρνέων Alciphr.3.30
.
III in a political sense, the sovereign people, the free citizens, A.Th.199,1011, etc.;

ὁ δ. ὁ Ἀθηναίων IG12.10.37

, etc.;

προστάτης τοῦ δήμου Th.6.35

, etc.; personified, Ar.Eq.42, al.;

ἱερεὺς τοῦ Δ. καὶ τῶν Χαρίτων IG22.1028

.
2 popular government, democracy, opp. ὀλιγαρχίη, Hdt.3.82; opp. οἱ τύραννοι, And.1.106;

πολίτεομα εἶναι ἐν Χίῳ δ. SIG283.4

(iv B. C.);

δήμου κατάλυσις X.HG2.3.28

, Arist. Ath.8.4;

ταῦτα καταλύει δῆμον, οὐ κωμῳδία Philippid.25.7

; δ. καταστῆσαι, καταπαύειν, X.HG7.3.3, Th.1.107: in pl., democracies, Id.3.82, D.20.15;

δ. ὁ ἔσχατος Arist.Pol.1277b3

.
3 the popular assembly,

λέγειν ἐν τῷ δ. Pl.R.565b

; ἡ βουλὴ καὶ ὁ δ., formula in Inscrr., as IG12.39, etc.; of the assembly of Oxyrhynchus, POxy.41.19 (iii/iv A. D.), 1407.19 (iii A. D.).
IV township, commune ( = [dialect] Dor. κώμη acc. to Arist.Po.1448a37; but

διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46

, cf. Pl.Lg.746d, and v. infr.), in Attica, Hdt.5.69, Arist.Ath.21.5, Str.9.1.16, IG12.76.9, al.; elsewh., ib.12(5).594 ([place name] Ceos), Phib.1.28.13 (iii A. D.), OGI49.14 ([place name] Ptolemais), etc.:—[dialect] Dor. [full] δᾶμος, Michel418.34 ([place name] Calymna), IG12(1).58.23 ([place name] Lindos): in indications of origin,

Σωφάνης ἐκ δ. Δεκελεῆθεν Hdt.9.73

;

δήμου Ἁλαιεύς Antiph.211

;

τῶν δήμων Πιτθεύς Pl.Euthphr.2b

;

τῶν δ. Θορίκιος D.39.30

, cf. Arist.Ath.21.4;

ἐπιγράψαι τοὺς βουλευτὰς πατρόθεν καὶ τοῦ δ. IG22.223B4

: metaph.,

οἱ τῆς θαλάσσης δ. Philostr. Gym. 44

.
V name for a prostitute, Archil.184.
VI faction in the circus, Tab.Defix.Aud.15.8 (Syria, iii A. D.).
VII = κατανάγκη, Ps.-Dsc.4.131. (Perh. cognate with Skt. dā´ti 'reap', δαίομαι, δατέομαι.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δημός — fat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δῆμος — district masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῆμος — district masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • δημός — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • δήμος — ο 1. διοικητική περιφέρεια που διοικείται από το δήμαρχο: Γεννήθηκα στο δήμο Καβάλας. 2. φρ., «τα εν οίκω μη εν δήμω», μη δημοσιοποιείς αυτά που συμβαίνουν σε σένα ή στο σπίτι σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγίου Αθανασίου, δήμος — Δήμος (14.387 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγχιάλου, Βαθυλάκκου, Γεφύρας, Νέας Μεσημβρίας και Ξηροχωρίου, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ιωάννη Ρέντη, δήμος — Δήμος (15.060 κάτ.) της νομαρχίας Πειραιώς του νομού Αττικής, που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Κηρύκου, δήμος — Δήμος (3.243 κάτ.) του νομού Σάμου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Περδικίου και Χρυσοστόμου οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Άγιος… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Νικολάου, δήμος — Δήμος (10.906 κάτ.) και έδρα του νομού Λασιθίου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Βρουχά, Ελούντας, Έξω Λακκωνίων, Έξω Ποτάμων, Ζενίων, Καλού Χωρίου, Κριτσάς,… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Στεφάνου, δήμος — Δήμος (9.451 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Αποτελείται από τον ομώνυμο οικισμό, που είναι και η έδρα του, και τον μικρότερο οικισμό Πευκόφυτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”